Φαίακες

Φαιακίς

Φαίαξ
Φαιακίς, ion. Φαιηκίς, ίδος [ᾱῐδ] adj. f. des Phéaciens, A. Rh. 4, 1222, 1722 ; νῆσος, A. Rh. 4, 769, l’î. des Phéaciens.
Étym. Φαίακες.