Φαιακίς

Φαίαξ

Φαιδίμη
Φαίαξ, ακος () [ᾱκ] Phæax, h. litt. « le Phéacien », Thc. 5, 4 ; Ar. Eq. 1377 ; Plat. Eryx. 392a, etc.
Étym. cf. Φαίακες.