Φοινικήϊος

Φοινικίας ἄνεμος

Φοινικίδιον
Φοινικίας ἄνεμος () [νῑ] le vent de Phénicie, c. à d. du sud-est, Arstt. Meteor. 2, 6, 10 ; Vent. 6.
Étym. Φοῖνιξ.