φοινικήϊος

Φοινικήϊος

Φοινικίας ἄνεμος
Φοινικήϊος, η, ον [νῑ] de Phénicie, phénicien, Hdt. 5, 58 ; 8, 90.
Étym. ion. c. *Φοινίκειος de Φοῖνιξ.