Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
φοινικοστερόπας
Φοινικόστολος
φοινικοτρόφος
Φοινικό·στολος,
ος, ον
[
ῑ
] de l’armée des Phéniciens,
Pd.
N.
9, 67
.
Étym.
Φ. στέλλω
.