Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
φοινικοσκελής
φοινικοστερόπας
Φοινικόστολος
φοινικο·στερόπας
[
ῑᾱ
]
adj. m.
aux éclairs rouges
ou
embrasés,
Pd.
O.
9, 10
.
Étym.
dor. p.
*φοινικοστερόπης
de
φ. στεροπή
.