φρεατοτύπανον

Φρεαττοῖ

Φρεαττύς
Φρεαττοῖ (ἐν) Dém. 645, 26, ou τὸ ἐν Φρεαττοῖ, Arstt. Pol. 4, 16, ou τὸ ἐν Φρεαττοῖ δικαστήριον, Dém. 646, 9, le tribunal de Phréattys.
Étym. v. le suiv.