φρεάτιος

φρεατοτύπανον

Φρεαττοῖ
φρεατο·τύπανον, ου (τὸ) [ᾱῠᾰ] instrument (p.-ê. roue) pour tirer de l’eau d’un puits, Pol. Fr. gr. 135.
Étym. φρέαρ, τύπανον.