φυλάσσω

Φυλείδης

φυλετεύω
Φυλείδης, ου () []
1 le fils de Phylée, c. à d. Mégès, Il. 2, 628 ; 5, 72 ; 13, 313 ; 19, 239 ||
2 Phyleidès, h. Thc. 2, 2 ||
E Gén. épq. Φυλείδεω, Il. 15, 519 ; ou Φυλαείδαο [] Il. 15, 528.
Étym. Φυλεύς.