πιστεύω

Πιστίας

πιστικός
Πιστίας, ου () Pistias, h. Xén. Mem. 3, 10, 1 ; Din. 1, 53 Baiter-Sauppe, etc. ||
E Voc. Πιστία, Xén. l. c.
Étym. πιστός.