Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πλατυκῶς
Πλατύλαιμος
πλατυλέσχης
Πλατύ·λαιμος,
ου
(
ὁ
)
[
ᾰῠ
] Large-gosier,
n. de parasite,
Alciphr.
1, 23
.
Étym.
πλ. λαιμός
.