πλατυκύμινον

πλατυκῶς

Πλατύλαιμος
πλατυκῶς [ᾰῠ] adv. largement, abondamment, A. Tat. astr. Isag. in Arat. 44, 15 Maass ||
Cp. -ώτερον, P. Eg. 6, 53.
Étym. πλατυκός.