Πλειστῖνος

Πλειστοάναξ

πλειστοϐόλος
Πλειστο·άναξ, ακτος () Pleistoanax, h. Thc. 1, 107, etc. ||
E Par contr. Πλειστῶναξ, Plut. Lyc. 20, Per. 22, etc.
Étym. πλ. ἄναξ.