Πλειστοάναξ

πλειστοϐόλος

πλειστογονέω-ῶ
πλειστο·ϐόλος, ος, ον, qui amène (propr. qui jette) le plus fort point, au jeu de dés, Anth. 7, 422.
Étym. πλεῖστος, βάλλω.