Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πλουτοδότης
Πλουτοκλῆς
πλουτοκρατέομαι-οῦμαι
Πλουτο·κλῆς,
έους
(
ὁ
)
Ploutoklès,
h.
Luc.
V.H.
2, 33
.
Étym.
πλ. κλέος
.