πλουτοδοτήρ

πλουτοδότης

Πλουτοκλῆς
πλουτο·δότης, ου, adj. m. qui donne la richesse, qui enrichit, Hés. O. 125 ; Luc. Tim. 21 etc.
Étym. πλοῦτος, δίδωμι.