πολεμοτροφέω-ῶ

Πολεμοῦσα

πολεμοφθόρος
Πολεμοῦσα, ης () Polémousa, propr. « la Belliqueuse », Amazone, Q. Sm. 1, 42, 531.
Étym. part. prés. fém. de πολεμόω.