πόλεμος

πολεμοτροφέω-ῶ

Πολεμοῦσα
πολεμο·τροφέω-ῶ, entretenir (propr. nourrir) la guerre, Spt. 2 Macc. 10, 14.
Étym. π. -τροφος de τρέφω.