πολυάρατος

Πολυάρατος

πολυάργυρος
Πολυ·άρατος, ου () [ᾰᾱ] Polyaratos, h. Dém. 40, 6, 24 ; Is. 5, 5, Baiter-Sauppe, etc.
Étym. v. le préc.