πολυάνωρ

πολυάρατος

Πολυάρατος
πολυ·άρατος, ος, ον [ᾰᾱ] qui est l’objet de beaucoup de souhaits, Plat. Theæt. 165e ||
E Ion. πολυάρητος, Od. 6, 280 ; 19, 404 ; Hh. Cer. 220.
Étym. π. ἀράομαι.