πολυδάκτυλος

Πολυδάμας

Πολυδαμίδας
Πολυ·δάμας, αντος () [ῠδᾰ] Polydamas :
1 Troyen, Il. 11, 57, etc. ||
2 autres, Xén. Hell. 6, 1, 2, 5 ; Plat. Rsp. 338c, etc. ||
E Voc. Πολυδάμα, Xén. Hell. 6, 1, 5 ; plur. Πολυδάμαντες, El. N.A. 8, 5 ; épq. Πουλυδάμας, Il. 14, 449 ; voc. Πουλυδάμα, Il. 12, 231 ; 14, 470, etc.
Étym. π. δαμάω.