Πολυδάμας

Πολυδαμίδας

Πολύδαμνα
Πολυδαμίδας () [ῠᾱιᾱ] Polydamidas, h. Thc. 4, 123.
Étym. patr. de *Πολύδαμος, dor. c. Πολύδημος.