πότνια

Ποτνιαί

ποτνιάομαι-ῶμαι
Ποτνιαί, ῶν (αἱ) Potniès, v. de Béotie, Xén. Hell. 5, 4, 51 ; El. N.A. 15, 25.
Étym. πότνια.