Πρασσαῖος

Πρασσοφάγος

πράσσω
Πρασσο·φάγος, ου () [φᾰ] Prassophagos, propr. « mangeuse d’algues », n. de grenouille, Batr. 229, 235.
Étym. πράσον, φαγεῖν.