πρόδικος

Πρόδικος

προδιοικέω-ῶ
Πρό·δικος, ου () Prodikos, sophiste, Ar. Av. 692, etc. ; Xén. Mem. 2, 2, 21, etc. ; Plat. Ax. 366c, etc.
Étym. v. le préc.