πρωτερικὴ συκῆ

Πρωτεσίλαος

Πρωτεύς
Πρωτεσί·λαος, ου () [ῐᾱ] Prôtésilaos (Protésilas) chef des Thessaliens devant Troie, Il. 2, 698, etc. ; Pd. I. 1, 83 ; Eur. I.A. 195, etc. ||
E Ion. Πρωτεσίλεως, Hdt. 7, 33, etc. ; dor. Πρωτεσίλας [] Pd. l. c.
Étym. πρ. λαός.