Πηλούσιον

Πηλούσιος

Πηλουσιώτης
Πηλούσιος, α, ον, de Péluse, Hdt. 2, 17, 154.
Étym. Πηλούσιον.
Πηλούσιος, ου () Pèlousios, fondateur de Péluse, Plut. Is. et Os. 17.