Πηλούσιος

Πηλουσιώτης

πηλοφορέω-ῶ
Πηλουσιώτης, ου, adj. m. habitant de Péluse, Luc. J. tr. 52 ; X. Éph. 3, 12 etc.
Étym. Πηλούσιον.