Πηνειός

Πηνέλεως

Πηνελόπεια
Πηνέ·λεως, εω () Pènéléôs, chef des guerriers Béotiens devant Troie, Il. 2, 494, etc. ||
E Gén. Πηνελέωο, Il. 14, 489, dat. Πηνέλεῳ, Il. 14, 487.
Étym. πένομαι, λαός.