Ῥάμνος

Ῥαμνοῦς

Ῥαμνουσιάς
Ῥαμνοῦς, οῦντος () Rhamnunte, dème att. de la tribu Œantide, Str. 396, 399 ; Paus. 1, 23, 2 ; Ῥαμνοῦντι, Lys. 19, 28 Baiter-Sauppe, à Rhamnunte.
Étym. contr. de *ῥαμνόεις, couvert de nerpruns, de ῥάμνος.