Ῥαμνοῦς

Ῥαμνουσιάς

Ῥαμνούσιος
Ῥαμνουσιάς, άδος () [ᾰδ] la Némésis de Rhamnunte, Anth. App. 50, 2.
Étym. Ῥαμνοῦς.