Ῥαμνουσιάς

Ῥαμνούσιος

Ῥαμνουσίς
Ῥαμνούσιος, α, ον, du dème Rhamnunte, Dém. 18, 38, etc. Baiter-Sauppe.
Étym. Ῥαμνοῦς.