Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Σικελιωτικός
Σικελιῶτις
Σικελός
Σικελιῶτις,
ώτιδος
[
σῐῐδ
]
fém. de
Σικελιώτης,
Paus.
10, 11
.