Σικελιῶτις

Σικελός

σίκερα
Σικελός, ή, όν [] de Sicile, sicilien, Od. 24, 211, 366, 389 ; Thgn. 783 ; Eur. Tr. 222, etc. ; Th. H.P. 8, 4, 3, etc. ; οἱ Σικελοί, Od. 10, 383 ; Hdt. 6, 22, etc. ; Thc. 3, 88, etc. les Siciliens.
Étym. v. Σικελία.