σιμοειδής

Σιμόεις

Σιμοείσιος
Σιμόεις, όεντος () [] le Simoïs (auj. Dumrek) fl. de Troade, Il. 4, 475, etc. ; Eschl. Ag. 696 ; Eur. I.A. 751, etc. ||
E Par contr. Σιμοῦς, οῦντος, Hés. Th. 342 ; Call. L. Pall. 19.