Σιμόεις

Σιμοείσιος

Σιμοέντιος
Σιμοείσιος, ος, ον [σῐμ] du Simoïs, Str. 597 ; Triphiod. 326.
Étym. Σιμόεις.
Σιμοείσιος, ου () [σῐμ] Simoeisios, litt. « le riverain du Simoïs », Troyen, Il. 4, 474.
Étym. v. le préc.