Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Σιμοέντιος
Σιμοεντίς
σιμοπρόσωπος
Σιμοεντίς,
ίδος,
p.
contr.
Σιμουντίς,
ίδος
[
σῐῐδ
]
adj. f.,
du Simoïs,
Eur.
Andr.
1018 ;
par contr.
Σιμουντίς,
Eur.
Hec.
641 ;
Ar.
Th.
110
.
Étym.
Σιμόεις
.