Σιμοείσιος

Σιμοέντιος

Σιμοεντίς
Σιμοέντιος, par contr. Σιμούντιος, α ou ος, ον [σῐ] du Simoïs, Eur. I.A. 767, Or. 809 ||
E Fém. -ος, Eur. Hel. 250.
Étym. Σιμόεις.