σμῖλος

Σμινδυρίδης

Σμίνθειος
Σμινδυρίδης () Smindyridès :
1 n. d’un homme célèbre pour son luxe, Hdt. 6, 127 ; El. V.H. 9, 24, etc. ||
2 autre, And. 1, 15 Baiter-Sauppe.