Σμινδυρίδης

Σμίνθειος

Σμινθεύς
Σμίνθειος, ος, ον, de Sminthè, c. à d. d’Apollon, Q. Sm. 7, 402 ||
E épq. Σμινθήϊος, Q. Sm. 8, 292.
Étym. v. le suiv.