Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Σπάρτηνδε
Σπαρτιάτης
Σπαρτιατικός
Σπαρτιάτης,
ου
(
ὁ
) [
ᾱ
] Spartiate,
Eur.
Or.
457 ;
Hdt.
1, 65 ;
6, 77,
etc. ;
Thc.
1, 128,
etc.
||
E
Ion.
-ιήτης,
Hdt.
ll. cc. ;
voc.
Σπαρτιῆτα,
Hdt.
7, 160
.
Étym.
Σπάρτη
.