Σπαρτιάτης

Σπαρτιατικός

Σπαρτιᾶτις
Σπαρτιατικός, ή, όν [] de Sparte ou des Spartiates, Hdt. 9, 29 ; Paus. 6, 4, 10 ; Luc. Salt. 46.
Étym. Σπαρτιάτης.