στασιαστικῶς

Στασικράτης

στάσιμος
Στασι·κράτης, ους () [ᾱᾰ] Stasikratès. h. Plut. Alex. 72, etc. ; Anth. 12, 91 ||
E Acc. -ην, Plut. l. c.
Étym. ἵστημι, κράτος.