στραϐαλοκόμας

Στράϐαξ

στράϐη
Στράϐαξ, ακος () [ᾰϐᾰκ] Strabax, h. Dém. 20, 84 Baiter-Sauppe ; Théod. (Arstt. Rhet. 2, 23), etc.
Étym. στραϐός.