στόχος

στραϐαλοκόμας

Στράϐαξ
στραϐαλο·κόμας, ου () [ᾰᾰᾱ] dor. aux cheveux tordus, c. à d. frisés, Soph. fr. 948 Dind.
Étym. στράϐηλος, κόμη.