Σύϐαρις

Συϐαρίτης

Συϐαριτικός
Συϐαρίτης, ου () [ῠᾰῑ] Sybarite, Hdt. 5, 44 ; Ar. Vesp. 1427 ||
E Voc. Συϐαρίτα, Oracl. (Ath. 520a) ; gén. ion. -εω, Hdt. 5, 47 ; gén. plur. ion. -έων, Hdt. 5, 44. Dor. Συϐαρίτας, α, Thcr. Idyl. 5, 73 (Σύϐαρις 1).