Σύρα

Συράκοσα

Συρακόσιος
Συράκοσα, ας () DS. Exc. 490, 58 ; plur. Συράκοσαι, ῶν (αἱ) Pd. P. 2, 1, dor. c. Συράκουσα et Συράκουσαι.