Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Συρακόσιος
Συράκοσσαι
Συρακοσσίς
Συράκοσσαι,
ῶν
(
αἱ
) [
ῠᾱ
]
dor.
c.
Συράκουσαι,
Pd.
O.
6, 6 ;
cf.
Συράκοσα
.