Συρακοσσίς

Συράκουσα

Συρακούσιος
Συράκουσα, ης () [ῠᾱκ]
1 ἡ Σ. E. Byz. p. 593, 2 Meineke ; DS. 13, 75 ; 14, 11 ; ou mieux αἱ Συράκουσαι, Syracuse (auj. Siracusa) v. de Sicile, Thc. 5, 4, etc. ; Xén. Hell. 1, 1, 29, etc. ||
2 Syrakousa, f. Plut. Am. narr. 2 ||
E Ion. Συρήκουσαι, Hdt. 7, 154, etc.