Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Συράκουσα
Συρακούσιος
Συρακώ
Συρακούσιος,
α, ον
[
ῠ
] de Syracuse, Syracusain,
Dém.
506, 17
||
E
Ion.
Συρηκούσιος,
Hdt.
7, 154,
etc.
Étym.
Συράκουσαι
.